-
1 κατα-πετάννῡμι
κατα-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνϑρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.
-
2 κατα-πλύνω
κατα-πλύνω (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυϑείς Theophr.; Sp. – Uebertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνϑαι.
-
3 κατα-ψάω
κατα-ψάω (s. ψάω), mit der Hand herabstreicheln, schmeicheln, liebkosen; καταψῶν αὐτὸν (τὸν κάνϑαρον) ὥςπερ πωλίον Ar. Pax 74; καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν Her. 6, 61; Plat. Phaed. 89 b; Sp., wie Pol., der καταψήσαντες καὶ πραΰναντες vrbdt, 2, 13, 6; die Scholl. erkl. so das homerische καταρέξαι. – Auch vom Maaße, glatt streichen, Poll. 4, 23.
-
4 κατα-νεύω
κατα-νεύω (s. νεύω), zuwinken, um Etwas zu verheißen u. zuzusichern, bestätigen, wie bes. Zeus sein Versprechen durch Kopfnicken bestätigt; τῇ σ' ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον Il. 1, 558, wie 524 εἰ δ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι, ὄφρα πεποίϑῃς; neben ὑπέστην 4, 267; c. accus., ὅτι μοι πρόφρων κατένευσε Κρονίων νίκην καὶ μέγα κῦδος 8, 175; mit dem inf., ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ' εὐτείχεον ἀπονέεσϑαι, daß ich zurückkehren solle, 2, 112; Ζεὺς κατένευσέ οἱ χαίταις Pind. N. 1, 14, vgl. 5, 34; Ar. Eccl. 72; in Prosa, κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει Her. 9, 111; κατένευσε u. κατανεύσομαι Plat. Euthyd. 277 c Rep. I, 350 e; κατανεύσας ἥξειν Pol. 22, 22, 5; κατένευεν αὐτῷ προϊέναι, er gab ihm ein Zeichen, vorzugehen, 39, 1, S; vgl. Od. 15, 463. – Sp. auch = nach unten kehren, hangen lassen, κεφαλήν, Poll. 1, 205, von müden Pferden. – P. Form καννεύσας für κατανεύσας, Od. 15, 464. – [Od. 9, 490 steht κατᾱνεύων.]
-
5 ἐγ-κατα-πήγνῡμι
ἐγ-κατα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), fest hineinstoßen; ξίφος κουλεῷ Od. 11, 98; Sp.; κεφαλὴν δόρατι, den Kopf auf den Speer stecken, Hdn. 1, 13; abs., ἐγκαταπήγνυσι τὸ ξίφος, läßt das Schwert in der Wunde stecken, Plut. parall. 33.
-
6 κεφαλή
κεφᾰλή, ἡ,A head of man or beast, Hom. (v.infr.), Alc.15, etc.; once in A., Th. 525 (lyr.), once in S., Aj. 238 (anap.), also in E., Fr. 308 (anap.), Rh. 226 (lyr.), al.;ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κ. γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς Hdt.2.39
; κεφαλῇ.. μείζονες taller in stature, Il.3.168; so μείων.. κεφαλήν ib. 193 Aristarch.: freq. with Preps.,a κατὰ κεφαλῆς, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλῆς, down over the head,κόνιν.. χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.24
, cf. Od.8.85, etc.b κατὰ κεφαλήν, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλήν on the head,Ἐρύλαον.. βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλήν Il.16.412
, cf. 20.387, 475: in Prose, from above, X.HG7.2.8: c.gen., above, κ. κ. τινῶν γενέσθαι ib.7.2.11; τὸ κ. κ. ὕδωρ, of rain water, Thphr. HP4.10.7 (-ὴν codd.), CP6.18.10 (-ῆς): in Archit., upright, IG22.463.42; also, per head, each person (cf. infr. 1.2), Arist.Pol. 1272a14, LXX Ex.16.16;κατὰ κεφαλὴν τῶν κωμητῶν PPetr.2p.17
(iii B. C.).c ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.23.169;τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κ. σοι πάντ' ἐρῶ Ar.Pl. 650
.d ἐπὶ κεφαλήν head foremost, ἐπὶ κ. κατορύξαι to bury head downwards, Hdt.3.35; ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι to be thrust headlong, Id.7.136, cf. Hyp.Fr. 251;ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Pl.R. 553b
;ἐπὶ τὴν κ. εἰς κόρακας ὦσον Men.Sam. 138
;εὐθὺς ἐπὶ κ. εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν D.42.12
; οὐ βουλόμενος πολίτας ἄνδρας ἐπὶ κ. εἰσπράττειν τὸν μισθόν recklessly, Hyp.Lyc.17; ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν carry on high, in token of admiration, Pl. R. 600d.2 as the noblest part, periphr. for the whole person,πολλὰς ἰφθίμους κ. Il.11.55
, cf. Od.1.343, etc.; ἶσον ἐμῇ κ. no less than my self, Il.18.82;ἑᾷ κ. Pi.O.7.67
; esp. in salutation,φίλη κ. Il.8.281
, cf. 18.114;ἠθείη κ. 23.94
;Ἄπολλον, ὦ δία κ. E.Rh. 226
(lyr.): in Prose,Φαῖδρε, φίλη κ. Pl.Phdr. 264a
;τῆς θείας κ. Jul.Or. 7.212a
: in bad sense,ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.3.29
;ὦ μιαρὰ κ. Ar.Ach. 285
: periphr. in Prose, : in bad sense,ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. D.21.117
, cf. 18.153;ἡ κ. τῶν αὐτοῦ PRein.57.8
(iv A.D.); μεγάλη κ. a great personage, Vett. Val.74.7; cf. supr. 1 b fin.3 life,ἐμῇ κ. περιδείδια Il.17.242
;σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι 4.162
; παρθέμενοι κεφαλάς staking their heads on the cast, Od.2.237; τὴν κ.ἀποβαλέεις Hdt.8.65
.4 in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833;ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται Id.Nu.40
;ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. D.18.290
; ἐς κ. σοί (sc. τράποιτο) Ar. Pax 1063, Pl. 526;σοὶ εἰς κ. Pl.Euthd. 283e
;τὰ μὲν πρότερον.. ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155
;οἷς ἂν.. τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν D.18.294
;τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κ. ὑμῶν Act.Ap. 18.6
.II of things, extremity,a in Botany, κ. σκορόδου head ( = inflorescence) of garlic, Ar.Pl. 718, cf. Plb.12.6.4;κ. μήκωνος Thphr.HP9.8.2
; ῥίζα κ. ἔχουσα πλείονας tubers, Dsc.3.120.b in Anatomy, κεφαλαὶ τῆς κάτω γνάθου, prob. the condyloid and coronoid processes, Hp.Art.30; ἡ κ. τοῦ ὄρχεως, = ἐπιδιδυμίς, Arist.HA 510a14, cf. Gal.4.565; μηροῦ, κνήμης κ., Poll.2.186, 188; of the base of the heart, Gal.UP6.16; but, apex, Hp.Cord.7; of the sac in poulps, Arist.PA 654a23, 685a5; of muscles, origin, Gal.UP7.14.c generally, top, brim of a vessel, Theoc.8.87; coping of a wall, X.Cyr.3.3.68; capital of a column, CIG2782.31 ([place name] Aphrodisias), LXX 3 Ki.7.16, Poll.7.121.d in pl., source of a river, Hdt.4.91 (butsg., mouth,οἶδα Γέλα ποταμοῦ κεφαλῇ ἐπικείμενον ἄστυ Call.Aet.Oxy.2080.48
): generally, source, origin, Ζεὺς κ. (v.l. ἀρχή) , Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἒκ πάντα τελεῖται τέτυκται codd.) Orph.Fr. 21a; starting-point,κ. χρόνου Placit. 2.32.2
( κρόνου codd.), Lyd.Mens.3.4; κ. μηνός ib.12.IV κ. περίθετος wig, head-dress, Ar.Th. 258.V metaph., κ. δείπνου pièce de résistance, Alex. 172.15.2 crown, completion,κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Pl.Ti. 69b
;ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Id.Phlb. 66d
, cf. Grg. 505d;ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη Arist.EN 1141a19
; consummation,σχεῖν κ. Pl.Ti. 39d
.3 sum, total,πάσας ἐρρηγείας Tab.Heracl.1.36
; of money, IG12(9).7 (Carystus, iv B. C.), SIG245ii 36 (Delph., iv B. C.). -
7 κεφαλή
κεφαλή, ἡ (sanscr. kapâlas, lat. caput); – 1) Kopf, Haupt, sowohl von Menschen als von Thieren, von Hom. an überall; ὕπερϑε φοξὸς ἔην κε-φαλήν Il. 2, 218; κεφαλῇ κατανεύσομαι 1, 524; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, vom Kopf bis zu den Füßen, Il. 23, 169 u. A., auch ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν, Ar. Plut. 649; Aesch. hat das Wort nur Spt. 507 u. Soph. nur Ai. 238; öfter Eur., Ar., u. in Prosa gewöhnlich; ἐπὶ κεφαλήν, auf den Kopf, kopfüber, ὠϑεῖν Her. 7, 136; ἐπὶ κεφαλὴν ὠϑεῖ ἐκ τοῦ ϑρόνου Plat. Rep. VIII, 553 b; Sp., wie D. Hal. 7, 36 Luc. Tim. 44; μὴ εὐϑὺς ἐπὶ κεφαλὴν πρὸς τὸ δικαστήριον βαδίζειν, Hals über Kopf, Dem. 42, 12; vgl. noch Lob. Phryn. 440. – 2) das Haupt des Menschen, als der edelste Theil, die ganze Person umschreibend; τίπτε μοι, ἠϑείη κεφαλή, δεῦρ' εἰλήλουϑας; Il. 23, 94, theures Haupt, wie 8, 281; τοίην γὰρ κεφαλὴν ποϑέω Od. 1, 343, vgl. 11, 549; ähnl. νῦν δ' εἶμ', ὄφρα φίλης κεφαλῆς ὀλετῆρα κιχείω Ἕκτορα Il. 18, 114; Ἄπολλον ὦ δία κεφαλά Eur. Rhes. 226; μιαρὰ κεφ. Ar. Ach. 285; auch in Prosa, μετὰ σοῦ τῆς ϑείας κεφαλῆς Plat. Phaedr. 234 d; Φαῖδρε, φίλη κεφαλή 264 a; ὦ μιαρὰ κεφαλή Dem. 21, 135, öfter; Themist.; κατὰ κεφαλήν, kopfweise, viritim, Arist. pol. 2, 10. – 3) übertr., das Leben, wie auch wir in vielen Vrbdgn »Kopf« für »Leben« sagen; ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ πέρι δείδια μή τι πάϑῃσι Il. 17, 242; ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Od. 19, 91, du wirst es mit deinem Kopfe büßen; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσιν, büßten es mit ihren Köpfen, ihrem Leben ab, Il. 2, 161; κεφαλὰς παρϑέμενοι, ihre Köpfe daran setzend, ihr Leben aufs Spiel setzend, Od. 2, 237, wofür 3, 74 ψυχάς steht; so auch Ar., ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί; an den Kopf, an's Leben gehen, Ach. 833; ἃ νῦν εἰς κεφαλὴν ὑμᾶς αὐτῷ δεῖ τρέψαι Dem. 19, 130; auch ohne Verbum, σοὶ εἰς κεφαλήν, auf deinen Kopf, Plat. Euthyd. 283 e, wo der Ausdruck als ἀγροικότερον bezeichnet wird. – 4) auch von anderen Dingen das Hauptende, Kopfende; ὑπὲρ κεφαλᾶς, über den Rand des Gefäßes, Theocr. 8, 87; ὄρχεως Arist. H. A. 3, 1; oft bei Medic. ein Knochen u. dgl.; der Säulenknauf, Poll. 7, 121; – μήκωνος, Mohnkopf, Theophr.; σκορόδου, Knoblauchzwiebel, Ar. Plut. 718; Pol. 12, 6, 4; – τῆς τάφρου, vom Walle, Xen. Cyr. 3, 3, 66; – ποταμοῦ, die Quellen, Her. 4, 91. – 5) Hauptsache, Hauptsatz, Hauptergebniß, wie man es zum Schlusse einer Rede zusammenfaßt; Plat. vrbdt τελευτὴν ἤδη καὶ κεφαλὴν πειρώμεϑα ἐπιϑεῖναι τοῖς πρόσϑεν Tim. 69 a; ὥςπερ κεφαλὴν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Phil. 66 d, vgl. Gorg. 505 d; Arist. Eth. 6, 7. – Später auch so = Hauptperson, Anführer.
-
8 κεφαλη
ἥ1) головаἄγχι σχὼν κεφαλήν Hom. — прислонив голову;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῇς Hom. — с головы до ног;ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. — с начала до конца;ἐπὴ κεφαλέν ὠθεῖν τινα Plat. — сбрасывать кого-л. головой вниз;ἐπὴ κεφαλέν βαδίζειν εἴς τι Dem. — стремглав помчаться куда-л.;κατὰ κεφαλέν τὸ τεῖχος Xen. — часть стены, находящаяся над головой (ср. 3);(ὅ λίθος) οὕτος ἐγενήθη εἰς κεφαλέν γωνίας погов. NT. — этот (отброшенный прочь) камень стал краеугольным2) перен. голова, глава(ὅ ἀνέρ κ. ἐστι τῆς γυναικός NT.)
3) перен. голова, жизньἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Hom. — дело, за которое поплатишься своей головой;
κεφαλης παρθέμενοι Hom. — рискующие (своими) головами4) лицо, человек, душаκατὰ κεφαλήν Arst. — подушно, (каждый) в отдельности (ср. 1);τὸν ἐγὼ τῖον ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Hom. — я его любил как самого себя;πολλαὴ ἴφθιμοι κεφαλαί Hom. — многие храбрецы5) ( в обращении) душа моя, друг, приятель ( обычно не переводится)Τεῦκρε, φίλη κ.! Hom. — Тевкр, дорогой мой!;
Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά! Eur. — о, божественный Аполлон!;ὦ μιαρὰ κ.! Dem. — ах ты негодяй!;ὦ μέλεοι θνητοὴ καὴ νήπιοι! - Ἐς κεφαλέν σοί! Arph. — о, жалкие и нелепые люди! - Ты сам такой!;ἐς κεφαλέν τρέποιτ΄ ἐμοί! Arph. — пусть (это пожелание) обратится на меня!6) толстый конец, головка(σκορόδου Arph.)
7) верх, крайὑπὲρ κεφαλᾶς Theocr. — через край
8) исток, верховье(ποταμοῦ Her.)
9) насыпь, вал(κ. τῆς τάφρου Her.)
10) головной убор(κ. περίθετος Arph.)
11) сущность, главноеκεφαλέν ἔχειν Arst. — иметь основное значение
12) итог, завершениеκεφαλέν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Plat. — подвести итог сказанному;
ἵνα ὅ λόγος κεφαλέν λάβῃ Plat. — чтобы завершить беседу -
9 κεφαλή
-ῆς + ἡ N 1 97-122-66-80-68=433 Gn 3,15; 8,5; 11,4; 28,11.12head (of men and anim.) Gn 3,15; id. (metaph.) Dt 28,13; head, leader JgsA 10,18; person, oneself[τινος] SusTh 55; top Gn 8,5; capital (of a pillar) 1 Kgs 7,27; band or troop of soldiers (semit.?) Jb 1,17κατὰ κεφαλήν individually, a head Ex 16,16; τῇ κεφαλῇ a piece Ex 39,3; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος upon one’s res-ponsibility 2 Sm 1,16; κατὰ κεφαλῆς with the head covered Est 6,12; κεφαλὴ γωνίας head of the corner, most im-portant one (of a stone) Ps 117 (118),22; ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλήν αὐτοῦ you shall heap burning embers on his head, you shall cause him pain (leading to contrition) Prv 25,22; ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν from head to foot, from top to toe Lv 13,12; ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς from foot to head, from top to toe Jb 2,7*Sir 25,15(bis) κεφαλή head-שׁרֹא for שׁרֹא / שׁוֹר poison, venom (no ms evidence), cpr. Jb 20,16Cf. CERVIN 1989, 85-112; DORIVAL 1994, 96; GRUDEM 1985 38-59; 1990 3-72; MURAOKA 1990b, 28;SMEND 1906, 229; VAN ROON 1974, 278; WEVERS 1993, 449; WISSEMAN 1988, 377-384; →NIDNTT; TWNT -
10 κεφαλή
κεφαλή, ἡ (sanscr. kapâlas, lat. caput); (1) Kopf, Haupt, sowohl von Menschen als von Tieren; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, vom Kopf bis zu den Füßen; ἐπὶ κεφαλήν, auf den Kopf, kopfüber; μὴ εὐϑὺς ἐπὶ κεφαλὴν πρὸς τὸ δικαστήριον βαδίζειν, Hals über Kopf. (2) das Haupt des Menschen, als der edelste Teil, die ganze Person umschreibend; teures Haupt; κατὰ κεφαλήν, kopfweise, viritim. (3) übertr., das Leben, wie auch wir in vielen Vrbdgn 'Kopf' für 'Leben' sagen; ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις, du wirst es mit deinem Kopfe büßen; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσιν, büßten es mit ihren Köpfen, ihrem Leben ab; κεφαλὰς παρϑέμενοι, ihre Köpfe daran setzend, ihr Leben aufs Spiel setzend; ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί; an den Kopf, an's Leben gehen; σοὶ εἰς κεφαλήν, auf deinen Kopf. (4) auch von anderen Dingen das Hauptende, Kopfende; ὑπὲρ κεφαλᾶς, über den Rand des Gefäßes; bei Medic. ein Knochen; der Säulenknauf; μήκωνος, Mohnkopf; σκορόδου, Knoblauchzwiebel; τῆς τάφρου, vom Walle; ποταμοῦ, die Quellen. (5) Hauptsache, Hauptsatz, Hauptergebnis, wie man es zum Schlusse einer Rede zusammenfaßt. Später auch so = Hauptperson, Anführer -
11 поголовный
επ.1. κατά κεφαλήν, κατά κεφάλια, κατά μονάδα, κατ άτομο•-счт скота μέτρημα των ζώων κατά κεφάλια.
2. γενικός, καθολικός• σύσσωμος•-ая мобилизация γενική επιστράτευση (πανστρατιά).
-
12 παραγωγή
η1) производство;η βιομηχανική παραγωγή — промышленное производство;
τα έξοδα παραγωγήζ — издержки производства;
μέσα παραγωγής — средства производства;
η κατά κεφαλήν ( — или κατ' άτομο) παραγωγή — производство на душу населения;
2) урожай;3) творчество;η λογοτεχνική παραγωγή — литературное творчество;
4) грам, образование (слов и т. п.);5) спорт., воен, колонна;βάδισμα κατά παραγωγή — движение колонной;
τα πλοία πλέουν εις γραμμήν παραγωγής мор. — корабли идут кильватерной колонной
-
13 κεφαλή
-
14 πλευρά
A = πλευρόν, rib, rare in sg.,βοὸς π. Hdt.4.64
;παρὰ τὴν π. ἑκάστην Arist.HA 513b29
: pl., ribs, Id.PA 654b35.2 pl., generally, side of a man or animal,ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος Il.24.10
; of both sides,ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους 23.716
; , cf. Hes.Sc. 430, A.Pr.71, Eu. 843 (lyr.): sg., also, of one side, S.OC 1260, Aj. 834, etc.; a side of beef, etc., PCair.Zen.381.5 (iii B.C., written πλερά): the pl. form is v.l. in E.Hec. 826.II side, of things and places,νηὸς πλευραί Thgn.513
; ; [ Πακτωλοῦ] D.P. 833; of an army,αἱ π. τοῦ πλαισίου X.An.3.4.22
, cf. 28, Plu.Mar. 25, etc.;παρὰ π. τινὶ εἶναι Plb.5.26.6
; παρὰ π., opp. κατὰ κεφαλήν, IG22.463.72b side of a rectangle, ib. 36c: hence, one factor of any product, Id.Tht. 148a, Arist. Metaph. 1051a26, Euc.7 Def.17, etc. -
15 ἐπικόπτω
A- κέκοφα Phld.D.1.15
:— strike upon (i.e. from above), fell, βοῦνἐπικόψων Od.3.443
.2. later, of trees, lop, pollard, Thphr.CP5.17.3; cut down brushwood, PLond.3.1170B26 (iii A.D.): metaph., cut short, bring down from high estate,τοὺς πεφρονηματισμένους Arist. Pol. 1284b2
;φιληδονίαν ἀκόλαστον Plu.2.529b
; check, impede, πράξεις ib.975b;στάσιν J.BJ2.17.4
([voice] Pass., Hp.Ep.13); reprove, censure, τινά Timo 4, Myro 2 J., Plu.Cic.24, Philostr. V A5.35, al.; refute, Phld. l.c.;δόξας Id.Po.5.26
.3. ἐ. χαρακτῆρα stamp, coin, Arist.Oec. 1349b31.4. cut anew, [τὸν] ἀποτριβέντα [μύλον] Str.15.2.2.b. Archit., dress blocks of stone, etc.,κατὰ κεφαλήν IG7.3073.183
(Lebad.), cf. ib.4255.15 ([place name] Oropus);πλίνθον Milet.7p.59
([place name] Didyma).7. injure,αἱ ἡδοναὶ ἐ. τὴν ἰσχύν Philostr.Gym.52
:—[voice] Pass.,- κοπεὶς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπό τινος Id.VS2.25.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικόπτω
-
16 καταπλάσσω
A plaster over,πηλῷ κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.70
, cf. Arist.HA 612a18;ὄξει τὰ βλέφαρα Ar.Pl. 721
;τὰ ὦτα κηρῷ Plu.2.15d
:—[voice] Pass.,καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ Ar. Ec. 878
; :—[voice] Med., τὴν κεφαλὴν κατ' ὦν ἐπλάσατο plastered her own head, Hdt.2.85, cf. D.S.1.72,91; τοῦτο καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα this they plaster over their whole body, Hdt.4.75:—[voice] Pass.,καταπλαττομένων ἢ ἐπιπλαττομένων Phld.Mus. p.52K.
2 Medic., plaster or poultice, Hp.VC13, al.; also, apply as a plaster or poultice, in [voice] Pass., Dsc.4.87,88: metaph., c. gen.,θεὸς κ. τῶν ψυχῆς τραυμάτων Ph.1.455
.3 metaph., καταπεπλασμένος, = καταπλαστός 11, Aristid.Or.28(49).101; τὸ κ. the artificial sound produced by stopping the higher notes in a flute, Quint.1.11.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλάσσω
-
17 καταπλύνω
II wash out, remove by washing, [ ἁλμυρόν τι] Arist.Mete. 357b5:—[voice] Pass.,καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Thphr.CP3.24.3
: metaph., καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα the affair is washed out, has become worthless, Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλύνω
-
18 κατανεύω
κατα-νεύω, zuwinken, um etwas zu verheißen u. zuzusichern, bestätigen, wie bes. Zeus sein Versprechen durch Kopfnicken bestätigt; κατένευεν αὐτῷ προϊέναι, er gab ihm ein Zeichen, vorzugehen. Sp. auch = nach unten kehren, hängen lassen, κεφαλήν, von müden Pferden -
19 κατάγνυμι
κατ-άγνῡμι, inf. - ύναι [pron. full] [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr. 265e; [full] καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late [tense] pres. [full] κατάσσω, [full] κατεάσσω (qq. v.): [tense] fut.Aκατάξω Eup.323
: [tense] aor.κατέαξα Hom.
, etc. (v. infr.); [dialect] Ion.κατῆξα Hp.Epid.5.26
; [ per.] 3sg. subj. (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); [dialect] Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατ-ϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—[voice] Pass.,κατάγνῠμαι Hp.Fract.45
, Art.67, Ar. Pax 703: [tense] impf.κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.
: [tense] aor. 2 κατεάγην [prob. [pron. full] ᾰ] Ar. V. 1428, subj. κατ-ᾱγῶ ([var] contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr. 604, prob. in Id.Ach. 928, opt. κατᾱγείην ib. 944; part. καταγείς [prob. [pron. full] ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., laterκατᾰγέντος APl.4.187
: [tense] fut. Cat.Cod. Astr.8(4).129
: [tense] pf. κατέᾱγα, [dialect] Ion.κατέηγα Hp.Art.67
(in pass. sense); part. κατεαγώς, writtenκατειαγώς IG22.1673.55
, [var] contr. κατηγώς Phoenix5.1: [tense] pf. [voice] Pass.κατέαγμαι Luc.Tim.10
, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: [tense] aor. 1 ; inf.καταχθῆναι Arist.PA 640a22
; part.καταχθείς Anon.Lond.26.52
, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, asκατεάξας Lys.
l.c.,κατεαγῇ Hp.Art.50
,κατεαγῆναι Pl.Grg. 469d
, and such forms were in use in later Gr., asκατεάξει Ev.Matt.12.20
,κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31
, (ii A.D.):— break in pieces, shatter,κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403
; ; τὸ (sc. ἔγχος)γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257
;νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283
, cf. Hes.Op. 666;εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42
; cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. ,κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26
, v. sub fin.);κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam. 173
;γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V. 1436
;Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn.
Com.68;τὰς ἀμυγδαλᾶς.. κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr. 590
: metaph., break up into species,μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men. 79a
.2 weaken, enervate,πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp. 508
;τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5
: abs. in [tense] pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4;κ. μουσική S.E.M.6.14
.II [voice] Pass. with [tense] pf. [voice] Act., to be broken,δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224
;ὀστέα Hp. Fract.8
;κληΐς Id.Art.14
;περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3
;κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th. 403
; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14;τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35
: Com.,στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl. 545
;τὸ κρανίον E.Cyc. 684
;τὸ σκάφιον Ar.Fr. 604
; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg. 515e, Prt. 342b;τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67
: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448
P.), ; κατεάγη τῆς κ. Id.V. 1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) ;κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48
: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγνυμι
-
20 πλήσσω
πλήσσω, Nic.Al. 456, present used by Hom. and [dialect] Att. writers only in compd. ἐκπλ- (cf. πλήγνυμι); [dialect] Att. [full] πλήττω Arist.Ph. 224a33: [tense] fut.A , and late Prose, Philostr.VA5.39, ([etym.] ἐπι-) Il.23.580, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 436e, ([etym.] κατα-) X.Lac.8.3: [tense] aor. ἔπληξα, [dialect] Ep. πλῆξα, Il.2.266, Hes.Th. 855, Hdt.3.64, and later Greek, J.AJ4.8.33, Plu. 2.233f, BGU759.14 (ii A.D.), etc.; [dialect] Dor.πλᾶξα Pi.N.1.49
; never in [dialect] Att. (E.IA 1579 is spurious) exc. in compds. ἐκ-, κατα- (qq. v.); in the simple Verb the [tense] fut. and [tense] aor. of πατάσσω or παίω are used instead, as also in LXX: [tense] pf. πέπληγα, subj. , inf.πεπληγέναι X.An.6.1.5
(dub., but read by Ath.1.15e), part.πεπληγώς Il.5.763
, al. (also in pass. sense in late writers, LXX 2 Ch.29.9, Plu.Luc.31, Luc.Trag.115, Q.S.5.91, etc.); later [tense] perf. , Sam.86, J.AJ4.8.33: [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2ἐπέπληγον Il.5.504
,πέπληγον 23.363
, Od.8.264; inf.πεπληγέμεν Il.16.728
, 23.660; but part. πεπλήγοντες in [tense] pres. sense, Call.Jov.53, Nonn.D.28.327:—[voice] Med., [tense] fut. πλήξομαι ([etym.] κατα-) Plb.4.80.2, D.H.6.10, etc.: [tense] aor. ἐπληξάμην, [dialect] Ep. πληξάμην, h.Cer. 245, Hdt.3.14, and in late Prose, J.AJ16.10.7, ([etym.] κατα-) Plb.2.52.1, etc.; part.πληξάμενος Il.16.125
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2πεπλήγετο 12.162
, Od.13.198,πεπλήγοντο Il.18.51
:—[voice] Pass., [tense] pres.πλήσσομαι Ptol.Harm.1.1
: [tense] fut.πληγήσομαι X.Cyr.2.3.10
, D.18.263 (but in compos. ἐκ-πλᾰγήσομαι); alsoπεπλήξομαι E.Hipp. 894
, Ar.Eq. 271, Pl.Tht. 180a: [tense] aor.ἐπλήχθην Ph.1.39
, Dsc.1.93, Placit.4.14.3, but mostly ἐπλήγην, Hdt.5.120, S.OC 605, etc. (the former nowhere in Trag., exc.ἐκ-πληχθείς E.Tr. 183
(lyr.)); part.πληγείς Il.8.12
, A.Th. 608, Frr.139, 180, Antipho4.4.3, etc.; [dialect] Dor. πλᾱγείς (v. infr. 1.1a ad fin.); [dialect] Aeol. πλάγεις [ᾱ] Alc.Supp.26.3; (ἐπλάγην [ᾰ] only in compds. ἐξ-, κατ-, of persons struck with terror or amazement): [tense] pf.πέπληγμαι Hdt.1.41
, etc.—in [dialect] Att. and Trag., also LXX, the simple Verb is scarcely found exc. in [tense] fut. 2 and 3, [tense] aor. 2, and [tense] pf. [voice] Pass., but [tense] fut. [voice] Act. is used once by A., [tense] pf. 2 πέπληγα by Ar. and X. (v. supr.); Hdt. uses the [voice] Act. ([tense] aor. ) only in 3.64,78.—The [tense] pres. πλήσσω, πλήσσομαι are unknown to [dialect] Att. writers (also to LXX, exc. 4 Ma.14.19), who use the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. of παίω, τύπτω instead (v. sub his vv.); whereas the [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπλήγην is used instead of ἐπαίσθην, ἐπατάχθην, or ἐτύφθην ([etym.] ἐτύπην): henceπαίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant. 172
;πότερον πρότερος ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα Lys.4.15
; πατάξας καταβάλλω, opp. πληγεὶς κατέπεσεν, Id.1.25,27;ὁ πληγεὶς ἀεὶ τῆς πληγῆς ἔχεται, κἂν ἑτέρωσε πατάξῃ τις, ἐκεῖσ' εἰσὶν αἱ χεῖρες D.4.40
;ὅταν ὁ μὲν πληγῇ, ὁ δὲ πατάξῃ Arist.EN 1132a8
;πατάξαι ἢ πληγῆναι Id.Rh. 1377a21
; so in D.21.33,38 the [voice] Act. πατάξαι corresponds with the [voice] Pass. πληγῆναι in ib.36,39:—strike, smite, freq. in Hom., esp. of a direct blow, opp. βάλλειν (οὔτε πληγέντα.., οὔτε βληθέντα Hdt.6.117
),πλῆξεν.. κόρυθος φάλον Il.3.362
; , cf. 16.791; πλήξας ξίφει αὐχένα ib. 332;μή τις.. ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ Od.18.57
, etc.;ἱστὸς.. πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν 12.412
: c. acc. dupl. pers. et rei, strike one on..,τὸν δ' ἄορι πλῆξ' αὐχένα Il.11.240
, etc.;τὸν.. ξίφεϊ.. κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ' 5.147
;τὸν.. κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα πλῆξα Od.10.162
; πὺξ πεπληγέμεν, of boxers, Il.23.660;πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192
; πεπληγὼς ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν having driven him with blows, 2.264; κῦμα.. μιν.. πλῆξεν struck him, Od.5.431;ὦσε ποδὶ πλήξας 22.20
; ἵππω πλήξαντε [ποσὶ τὸν νεκρόν] Il.5.588;πέπληγον χορὸν ποσίν Od.8.264
; ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν whip on the horses to the fray, Il.16.728; of Zeus, strike with lightning, Hes. Th. 855:—[voice] Med., μηρὼ πληξάμενος having smitten his thighs, Il.16.125;καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ 12.162
(butστῆθος πλήξας Od.20.17
); πλήξασθαι τὴν κεφαλήν, as a token of grief, Hdt.3.14:—[voice] Pass., to be struck, smitten, πληγέντε κεραυνῷ stricken by lightning, Il.8.455, etc.; of a ship,Διὸς πληγεῖσα κ. Od.12.416
; of a tree, Hes.Sc. 422, cf. Th. 861; ἡ κριθὴ ἐπλήγη (by hail?) PPetr.2p.69 (iii B. C.): freq. in Trag.,πληγεὶς θεοῦ μάστιγι A.Th. 608
;Διὸς πληγέντα.. πυρί E.Supp. 934
; πληγείς τινος stricken by a man, Id.Or. 497 (s.v.l.); ἔβραχε θύρετρα πληγέντα κληῗδι touched by the key, Od.21.50;ὥσπερ τὰ χαλκία πληγέντα.. ἠχεῖ Pl.Prt. 329a
;ὑπὸ δόρατος πλαγεὶς δι' ἀμφοτέρων τῶν ὀφθαλμῶν IG42(1).122.64
(Epid., iv B. C.): c. acc. cogn.,πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
.2 with acc. of the thing set in motion, κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων struck the dust up to heaven, Il.5.504; Ζεὺς ἐπ' Ἴδᾳ πλᾶξε κεραυνόν (for Ἴδαν πλᾶξε κεραυνῷ) Pi.N.10.71:—[voice] Pass., πλήσσονται λινέαις ὄρτυγες ἐν νεφέλαις are dashed against the nets, Call.Aet.3.1.37.4 of musical sounds,οὑτωσὶ πληγέντα οὕτως ἐφθέγξατο τὰ φωνήεντα Plot.3.3.5
.II metaph. in [voice] Pass., receive a blow, to be heavily defeated, Hdt.5.120, 8.130, Th.4.108, 8.38; to be stricken by misfortune,συμφορῇ πεπληγμένον Hdt.1.41
, cf. A.Ch. 31 (lyr.); στρατὸν τοσοῦτον πέπληγμαι I am smitten in so great a host, Id.Pers. 1015 (lyr.); (lyr.);φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις S.Ant. 819
(anap.).2 to be smitten emotionally,ἱμέρῳ πεπληγμένοι A.Ag. 544
; also πληγέντες δώροισι touched by bribes, Hdt.8.5;ἐξ ἔρωτος Hermesian. 7.42
;τὴν καρδίαν πληγεὶς ὑπὸ λόγων Pl.Smp. 218a
, etc.3 [voice] Act. of wines, when smelt or drunk, overpower,τὴν κεφαλήν Gal.18(2).568
, 15.672; shock,κατασεισμὸς πλήσσει [τινὰ] βιαίως Sor.1.72
:— [voice] Pass.,πληττομένη ἡ μήτρα Id.2.59
. (Cf. πλάζω, Lat.plango, Goth. faiflōkun (redupl.) 'they beat their breasts'.)
См. также в других словарях:
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία … Dictionary of Greek